Ο Ντοστογιέφσκι είναι μια παραίσθηση. Κάτι γ ύ ρ ω από τη συνείδηση. Είναι αυτό που ξέρουμε πως ζούμε στα όνειρά μας, μα βολευόμαστε λέγοντας «ήταν μονάχα ένα όνειρο». Και σε τούτα τα όνειρα κρατούμε το από καιρό γνωστό φλογοβόλο και καίμε ανθρώπους. Ο Ντοστογιέφσκι μάς ξεβράζει μέσα σε τούτα τα όνειρα.
Ένας Ρώσος: μας έδωσε ό,τι πιο αιματοβαμμένο γράφτηκε από άνθρωπο στα χρόνια του σύγχρονου κόσμου – ή, να το πούμε καλύτερα, από τα χρόνια του Ευριπίδη. Δε μιλάω για το αίμα. Μιλάω για την ανάγκη του αίματος. Ή για την ανάγκη ενός ιδεατού μέσα στο αίμα, π α ρ ά το αίμα
Υποψία; Σε όλη του τη ζωή έστηνε ένα μαρτύριο, έναν αγκαθερό δρόμο που έπρεπε να βαδίσει ξυπόλυτος, για να φτάσει στην αγιότητα (σε μία κάποια αγιότητα). Καταδικάστηκε σε θάνατο και βρέθηκε να περιμένει εκτέλεση, ουσιαστικά χωρίς λόγο, πέρασε τέσσερα χρόνια από τη ζωή του στο σπίτι των πεθαμένων, πλατσούρισε σε πολιτικές ντρόγκες αξιοθαύμαστης γκάμας. Ήσαν ευάλωτος στην κολακεία όσο και κομπλεξικός, δημαγωγός γεμάτος στερεότυπα θεσμικού και εθιμικού τρόμου, γεμάτος με ιδεοληψίες αυτοοικτιρμού, νάρκισσος όσο και εγωπαθής, πολιτικά εκκρεμής όσο και μεσσιανικά σωτηριολόγος. Πιθανώς όλα αυτά να τα λογαριάσουμε για κρίκους στην αλυσίδα: φαντασιωνόταν αμαρτίες και μεταστροφές, όπως αυτή του Σαύλου στο δρόμο προς τη Δαμασκό. Στην καρδιά της παραφοράς του: η βία του ανθρώπου προς τον άνθρωπο – η βία μέχρι το τέλος. Δεν είχε σκοτώσει ποτέ του: μα αρκεί ο μπαλτάς του Ρασκόλνικοφ για να φανεί περίτρανα πως είχε ετούτον τον μπαλτά από καιρό κρυμμένο κάτω από την αμασχάλη του, πως ε ί χ ε αυτόν τον επικείμενο φόνο μέσα του. Και μετά τον Ρασκόλνικοφ δεν μπορούμε πια να κρυφτούμε: τον έ χ ο υ μ ε όλοι – και τον μπαλτά και το φόνο.
Είναι ο «μεγάλος αμαρτωλός» για τον οποίο τόσο μιλάει, ένα αλλόκοτο γέννημα των δυο αντιθετικών επιθυμιών για θάνατο: της σωματικής λαχτάρας για τα μελένια λεμόνια και της θρησκευτικής μανίας για σωτηρία. Είχε μπροστά του τρεις εκδοχές (σαν σε τρίστρατο): να τρελαθεί (μα δεν το μπόρεσε), να αυτοκτονήσει (μα δεν το τόλμησε), να το ζήσει (με τα μάτια γυμνά μέσα στη νύχτα). Είναι δύσκολο να σταυρώσεις μόνος σου τον εαυτό σου – συνήθως χρειάζεται το αφιονισμένο πλήθος για να ζυγιστεί η αφήγηση (σαν την τραμπάλα).
Ο Ντοστογιέφσκι πήρε από μόνος του έναν σταυρό, δίχως μαστιγώματα και ακάνθινα στεφάνια (τα λογάριασε για χαζοντεκόρ), κι άρχισε μουγκρίζοντας να ανεβαίνει σε κάτι που του φάνηκε για λόφος – κι όλα αυτά μπροστά στο έκπληκτο ακροατήριο του αιώνα του που είχε μάθει να χειροκροτάει την ερμηνεία και όχι την υπόθεση. Έτσι απέμεινε μόνος: το κοινό του τρόμαξε από τα αίματα μα δεν κατάλαβε – τα λογάριασε για άτεχνο κόλπο, για χοντροκοπιά. Όταν έχασε τον μικρό του Αλιόσα, ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι βρήκε τον δολοφόνο: αποφάσισε πως ο Αλιόσα είχε πεθάνει επειδή εκείνος τού είχε κληρονομήσει την επιληψία του. Ξαναέζησε το προπατορικό αμάρτημα, που είχε σκλαβώσει τη ζωή του – ακριβώς γιατί γεννούσε μέσα του τον μουγγό Ναζωραίο, εκείνον που φιλάει στο στόμα.
Μπορείς να δεις τον κόσμο με γυμνά μάτια; Δηλαδή δίχως τις μεγάλες ερμηνείες των Παντοκρατόρων που σκέπουν τον κόσμο. Δίχως τον Διόνυσο που σε φουσκώνει σαν παγώνι, δίχως τον Απόλλωνα, δίχως τον Ego sum qui sum; Μπορείς να δεις τον κόσμο με γυμνά μάτια – ακριβώς όπως βουτάμε τα γυμνά χέρια μας στο νερό;
Να δεις τον κόσμο με γυμνά μάτια: αυτό είναι ο Ντοστογιέφσκι.
Χτυπάει η πόρτα μέσα στη νύχτα. Ρωτάς – τι ’ναι ο άνθρωπος; Ο άνθρωπος είναι ένα κτήνος. Ένα προϊστορικό τέρας αλευρωμένο με ηθική. Πουλί ιστορικό: ίσον προβάλλει τον κόσμο στο μέτρο της κτηνωδίας του. Κλέβει παιδιά, τα ξεκοιλιάζει και πουλάει τα σπλάχνα τους. Κατόπιν ονειρεύεται σταροχώραφα, λιόδεντρα το δειλινό, ηλιοτρόπια. Ξυπνάει: φτιάχνει βόμβες για να αφανίσει αθώους. Κατόπιν αποφασίζει η ώση - ο Θεός - ένας κάποιος - ένα κάτι.
Στον Στράχοφ έγραψε το μαύρο σημάδι του πρίγκιπα Μίσκιν: Αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι λογαριάζουν για φανταστικό και απίθανο, είναι για η πιο βαθιά πραγματικότητα. Από τον καιρό των Φτωχών άρχισε ψιλοβελονιά το κέντημα• όταν τέλειωσε, ο Πλάτωνας είχε γίνει πια πουλί ιστορικό.
Τον φαντάζομαι σε συζητήσεις στην τηλεόραση: θα γάβγιζε, θα κοπανούσε το κεφάλι του στον τοίχο, θα έκλαιγε, θα φιλούσε τα χέρια των συνομιλητών του. Θα του λέγανε διάλειμμα για διαφημίσεις και δε θα καταλάβαινε τίποτε, θα συνέχιζε να μιλάει ανοίγοντας παρενθέσεις που δεν κλείνουν, δίχως νοήματα.
Να τον ζυγώνεις με τον ίδιο τρόπο που ζυγώνεις ένα πληγωμένο ζώο. Χωρίς λόγια και χωρίς ψαλμωδίες. Να μυρίσεις το αίμα του κόσμου του.
Ο Ντοστογιέφσκι μπαινοβγαίνει στον θάνατο. Γιατί: ίσως γιατί τη μέρα που ο Τσάρος (: ο Αφέντης) τού έδωσε χάρη, πέντε λεπτά πριν από την εκτέλεσή τού εκείνον τον Δεκέμβρη του 1849, ο Ντοστογιέφσκι είχε προλάβει να το ζήσει εκείνο το πεντάλεπτο. Στην υπόλοιπη ζωή του θα ήξερε καλά τη γεύση από το μαύρο αίμα.
Ο Ντοστογιέφσκι πονούσε μέχρι την άκρη του πόνου – κατά μία έννοια βίωνε τη μνήμη ως σταύρωση και την ιδέα ως λόγχη.
Η πολιτική του θέση ήταν μια υποκατάσταση της οπτικής ενός Ουράνιου Αφέντη – μια απονενοημένη παλινδρόμηση από τη βία μέχρι τη βία. Στην ουσία έταξε τον εαυτό του στρατιώτη στη μάχη εναντίον του μηδενισμού• και γράφοντας για τον εχθρό του, τον βρήκε μέσα του. Το στερνό όνειρο του Ρασκόλνικοφ, εκεί όπου ο κόσμος καταστρέφεται από μια αλλόκοτη επιδημία – ιδού η φυσική απόληξη της μεγάλης μάχης για την αγάπη.
Ο Κιρίλοφ είναι ένα αντεστραμμένο είδωλο του Χριστού. Αμφισβητεί τον κόσμο διά του φόνου. Αμφισβητεί τον Παντοκράτορά του. Θα αυτοκτονήσει για να σώσει τον κόσμο, για να δωρίσει στους ανθρώπους την πλέρια λευτεριά του θανάτου. Η σύγκρουση για τον Ντοστογιέφσκι δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας κόσμος δίχως Θεό και ένας κόσμος με Θεό. Προσβλέπει στον δεύτερο, αλλά ανήκει στον πρώτο.
Ο Θεός: κατά μία εκδοχή, αυτός που σχεδίασε τον κόσμο δίχως να σχεδιάσει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Το φωνάζει όλος ο καλός κόσμος: Εάν δεν υπάρχει Θεός, εγώ είμαι ένας Θεός. Εάν δεν υπάρχει Θεός, όλα επιτρέπονται Ο Ντοστογιέφσκι ήξερε τι είπε το φίδι στην Εύα, γιατί μπορούσε να δει τον κόσμο ως πρόσκληση ορμών – δηλαδή μπορούσε να δει τον κόσμο με τα μάτια εκείνου του φιδιού. Με τον ίδιο τρόπο που ήξερε τι σκεφτόταν ο Ρασκόλνικοφ ήξερε τι θα λαχταρίσει ο Ραγκόζιν. Κι ακόμη: ήξερε πως το μεγάλο μυστικό του κόσμου βρίσκεται ε κ ε ί, πίσω από την κουρτίνα.
Το Σπίτι των Πεθαμένων είναι η συμφιλίωση του Ντοστογιέφσκι με την κακία των ανθρώπων – και τη διακηρυγμένη Ουράνια Εποπτεία ετούτης της κακίας. Κανένας άλλος μετά τον Ευριπίδη (: εκεί όπου η Μήδεια που χαϊδεύει τα παιδιά της) δεν ξανάφτασε σε αυτό το όριο όπου ο άνθρωπος κρατάει στα χέρια του την ίδια του την κτηνωδία, κανένας άλλος δεν έβαλε τα μαχαίρια τόσο έτοιμα στα χέρια των ηρώων του, κανένας άλλος δεν είδε τον κόσμο ως έναν κόσμο φονιάδων, όπου α γ α π ο ύ ν ε ε ν ώ μ α χ α ι ρ ώ ν ο υ ν – κι όσο περισσότερο φλέγονται από αγάπη τόσο περισσότερο στρίβουν το μαχαίρι στη σάρκα των άλλων.
Πάνω από τον κόσμο ο Θεός – κάτω από τον Θεό ο Πενθέας. Αυτό είναι το θεωρητικό σχήμα του Ντοστογιέφσκι. Ωστόσο ο κόσμος στις σελίδες του μ υ ρ ί ζ ε ι από το αίμα του Πενθέα. Ο Ντοστογιέφσκι ήθελε να είναι ορθόδοξος, ένας στάρετς που λαμπαδιάζει μέσα στην πίστη του, το φώναζε με όλη του την τρέλα, μα ήσαν λοξή η ματιά του σαν τον κάβουρα. Ήθελε να είναι ένας φανατικός του Αφέντη-Παντοκράτορα – και να διακηρύξει πως η έγνοια ετούτου του Αφέντη είναι η μόνη ανθρώπινη εκδοχή. Αυτό πάλεψε: να κηρύξει πως άμα δεν υπάρχει Θεός, όλα επιτρέπονται. Έγραψε όλα του τα βιβλία, τουλάχιστον από τον Σωσία και ύστερα, για να αποδείξει την ύπαρξη ετούτου του Επόπτη-Θεού –εγγύηση (τάχα) για το ότι οι άνθρωποι δε θα σηκώσουν μπαλτάδες και μαχαίρια και βομβαρδιστικά για να χαλάσουν ανθρώπους. Μα δεν του έβγαινε αυτός ο Θεός: αν τον έβρισκε δε χρειαζόταν καν λογοτεχνία καθώς δε θα υπήρχε κανένα ανθρώπινο διακύβευμα. Τι του έβγαινε: μαύρο χοχλακιστό σαν του λαγού το αίμα – μα τι λογής εγγύηση (τάχα) είναι αυτό;
Ήταν παλιός καλός Ρώσος: περισσότερο κι από αυτό που πίστευε, αγαπούσε το σκουλήκι που τον τυραννούσε. Αν κάποιος δεν παραδεχτεί πως ο Ντοστογιέφσκι ήταν προγραμματικά χριστιανός, βάζει τις γροθιές του πάνω στα μάτια του. Ήταν ένας χριστιανός ορθόδοξος που κέντησε ο ίδιος τον απαίσιο αδειανό σταυρό στο μέτωπό του• μα έλκονταν τόσο από την ανθρώπινη ανορθοδοξία, από το ανθρώπινο θόλωμα που βάζει τον Χριστό αμίλητο μπροστά στον γέροντα Ιεροεξεταστή, να έχει μόνο χείλη και διόλου γλώσσα. Με τούτη την έλξη γεμίζει τους θεολόγους με απορίες και μοναξιές – το χειρότερο, τους γεμίζει με αδιέξοδες πεθυμιές τις οποίες τόσο μισούν.
Εντέλει: σάμπως δεν είναι ολόκληρη η ιστορία του ανθρώπου μια σεξουαλική π α ρ ε κ τ ρ ο π ή, ένα φίδι που μίλησε για ένα μήλο, ένα δαγκωμένο μήλο που αμφισβητεί τον αφέντη, μια γκάβλα που συντροφεύεται με πόνο, φόβο, θάνατο, κατάρες, δυστυχία; Η Γένεση, μέσα στον ουράνιο φασισμό της, δίνει τα γράμματα των μελένιων λεμονιών.
Ο Ρασκόλνικοφ: είναι ο υπεράνθρωπος που θα εφεύρει ο Νίτσε καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, η τελεολογική κατάληξη της θρησκείας που θέλει τον άνθρωπο κατά χάρη Θεό, δηλαδή αφέντη της ζωής και του θανάτου – δηλαδή κατά χάρη φονιά. Ο Ρασκόλνικοφ είναι το τέλος του πολιτισμού, ακριβώς γιατί, κρατώντας τον μπαλτά, οραματίζεται μια νέα αρχή.
Οι Δαιμονισμένοι είναι ένα εγχειρίδιο δαιμονισμού, μια αργή προετοιμασία για έγκλημα, μια ανθρώπινη ερημία που γίνεται πολιτική πράξη. Οι Δαιμονισμένοι είναι το ευαγγέλιο της βίας του ανθρώπου επί των ανθρώπων
Η επιληψία. Για τον Ντοστογιέφσκι μια ακόμη συνομιλία με τον Αφέντη. Αν αυτό το τραβήξεις, ο θάνατος του Αλιόσα μπορεί να ήταν για εκείνον μια ακόμη απόδειξη ότι ο Θεός υπάρχει και αποφασίζει.
Έλα, Ραγκόζιν, να πλαγιάσουμε μαζί της. Π λ ά ι π λ ά ι. Η Ναστάσια δε θυσιάζεται: δεν έχει τον παραμικρό σκοπό στις πράξεις της. Η Ναστάσια αγαπάει• μόνον αγαπάει – και πεθαίνει από την ίδια αγάπη που σκοτώνει τα παιδιά της Μήδειας. Η Μήδεια και η Ναστάσια Φιλίποβνα: κι οι δυο χρησιμοποιούν το σώμα (η πρώτη το σώμα των παιδιών της, η δεύτερη το δικό της) ως έκφραση της αγάπης. Αλλιώς: αγαπούν χαλώντας το σώμα. Είναι οι δύο πιο τραγικές ηρωίδες της λογοτεχνίας.
Ραγκόζιν, πού είναι η Ναστάσια Φιλίποβνα; Να το σκεφτούμε. Νά ένα καλό ερώτημα, μά την αλήθεια (ποια αλήθεια π ι α;). Ιδού κι η απόληξη της διαδρομής: ο άγγελος (περίπου) και ο δαίμονας (περίπου) θα πλαγιάσουν πλάι στη δολοφονημένη – και ολάκερος ο θαυμαστός καινούριος κόσμος αποστρέφει το κεφάλι. Το πτώμα θα μυρίσει – γιατί ο άνθρωπος σαπίζει. Τίποτε περισσότερο. Η τρέλα είναι η μεγάλη ανθρώπινη απόληξη.
Ο Ντοστογιέφσκι είναι μονάχα η ανθρωπιά της τρέλας, η ανθρωπιά του φόνου, η ανθρωπιά τού να βλέπεις τον κόσμο με γυμνά μάτια. Η νύχτα αυξάνεται. Είμαστε πλασμένοι για την αγάπη. Η Κόλαση είναι μια θρησκευτική εφεύρεση – οι άνθρωποι καίγονται από τους ανθρώπους, μόνο από τους ανθρώπους. Εντωμεταξύ η αγάπη.
Η αγάπη στο στομάχι της Κόλασης. Μια αστραπή στο δόντι του σκύλου. Μια αστραπή στο δόντι του ήσκιου (που κάποτε ή τ α ν ο σκύλος). Να ξαναδιαβάζεις τα βιβλία μέχρι το τέλος. Να πεθάνεις με τα μάτια ανοιχτά. Κι όταν σου τα κλείνουν, συντονισμένοι στην εθιμοτυπία, αυτά να μένουν κοκαλωμένα. Σαν τα μάτια του έφηβου κούρου, που τα έφαγαν τα ψάρια στο βυθό.
Έλα, Ραγκόζιν, να πλαγιάσουμε πλάι της. Πίσω από την κουρτίνα με γυμνά μάτια. Μέσα στο νερό με γυμνά μάτια. Μέσα στο κύμα. Έλα
……..Μετά η λέξη κατευθείαν. Μα γραμμένη με πολύ αραιά γράμματα – έτσι που να πιάνουν ολόκληρη τη σελίδα:
κ α τ ε υ θ ε ί α ν
να ζει κανείς κ α τ ε υ θ ε ί α ν
Αυτός είναι ο πόλεμος.
Αυτή είναι η αγάπη / καυστική ποτάσα.
επιλογές από την αφήγηση(;) του Θανάση Τριαρίδη : «Ένα τετράδιο με μελανιές»
Βρέθηκε στην εφημερίδα ΤΥΠΟΣ ΚΙΦΗΣΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου